- νομαδικοῖς
- νομαδικόςofmasc/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προανακινώ — έω, Α 1. διεγείρω προηγουμένως («ἤδη δὲ καὶ προανακινεῑσθαι τοῑς Νομαδικοῑς τοὺς πρὸς Ῥωμαίους ἀγώνας», Πλούτ.) 2. ερευνώ από πριν 3. κάνω εκ τών προτέρων κινήσεις χωρίς προειδοποίηση … Dictionary of Greek